Iστορία και έκφραση της Mάνης, η Eλένη η Kολοκούρενα
(γένος Νιαρχάκου) από την Aρεόπολη, εδώ 105 ετών
|
κι όσα με βρούσι τα μπορού
τ’ έχου κοιλιά τη πιθαρός
κι όλα τα κάνου χαραμπό
Σ’τα ρίχνου και στη θάλασσα!....”
Σ’ όλες τις κρίσιμες ανθρώπινες ώρες, τότε που χρειάζεται να παρθεί μια ανέκκλητη απόφαση, για τη ζωή και για το θάνατο, για ό,τι ονομάζουμε τιμή και ντροπή, η Μανιάτισσα όσο και να φορούσε γυναικεία, σκεφτότανε και φερνότανε σα να ‘κρυβε μέσα της έναν άντρα.
Δε φοβότανε τη μεγάλη ευθύνη, ούτε περιόριζε το ενδιαφέρον της σε ό,τι θα την εξυπηρετούσε πρακτικά. Ξεπερνώντας το δεδομένο της φτώχειας της, που θα τσάκιζε, θα ταπείνωνε κάθε άλλη, εκείνη, με το να μάθει από τη μάνα της, κι από τη μάνα της μάνας της κι απ’ όλες τις γριές της γενιάς της να χρησιμοποιεί στις ριζικές να πούμε αξιολογήσεις της άλλα κριτήρια, σε τίποτε δεν εμποδιζότανε να νιώθει περηφάνεια για τη θέση της κοντά στους άλλους, έστω κι αν φόραγε ένα πάμφτηνο πολυμεταχειρισμένο φουστάνι, κι αν έτρωγε ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Αλλού τοποθετούσε την αξία.
...Oι άντρες όλοι ελείπασι
τ’ ήταν στη Βέργα τ’ Αλμυρού
όπου Τρωάδα ο πόλεμος
επάαινε δυο μερόνυχτα.
Μόνο τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι
γιατί ήτα θέρος βρέθηκαν
με τα δροπάνια στα λουριά...
Όλη η στρατιωτική επιχείρηση βρίσκεται τώρα στην αποφασιστική καμπή της. Κι αυτή ακριβώς τη στιγμή μπαίνουν στη μέση οι Μανιάτισσες με τα δρεπάνια τους για όπλα. Με τα δρεπάνια τις βλέπει να πολεμάνε ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης που ειδοποιημένος για την επίθεση έτρεξε με τα παλικάρια του στο Διρό.
Βλέπει γυναίκες να χερούν
με τα δρεπάνια που βαστούν
τους Αραπάδες να χτυπούν.
- Εύγε σας, ματαεύγε σας,
γυναίκες, άντρες γίνατε,
σαν αντρειωμένες κρούετε,
σαν Αμαζόνες μάχεστε!
Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, καθώς έφτασε στη Βέργα η πληροφορία ότι αποβιβάστηκαν Αιγύπτιοι στην καρδιά της Μάνης, ξεκινά γρήγορα ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης με τρακόσους Μανιάτες κι έρχεται στο Διρό.
...Τότε κι’ εκείνη τη στιγμή
φτάσασι κι αναντιάξασι
τα παλληκάρια τ’ Αλμυρού
όπου τη νίκη εφέρνασι.
Η σύρραξη επάνω στα λουριά, επάνω στις λουρίδες των χωραφιών του Διρού, φτάνει στη μεγαλύτερη έντασή της. Oι αμυνόμενοι γίνονται παντού επιτιθέμενοι.
...κι εγίνη ξεσυνέριση
σ’ όλα τα Σπαρτιατόγγονα
ποίοι θα πάσι μπροστινοί.
O θάνατος στον πόλεμο θεωρείται από τη Μανιάτισσα μια διαβεβαίωση σπαρτιάτικης καταγωγής:
Μεις έχομε το φυσικό,
απ’ ακοή κι αγροικητά,
τ’ από τη Σπάρτη ήρθαμε.
Και στον Ταΰγετο ψηλά
το θρόνο στήνει η Λευτεριά.
Σκοτώθηκε στον πόλεμο,
εδιάη με δόξα και τιμή
τι έκαμε το καθήκο του.
Η Μάνα στα μοιρολόγια:
Πάψε άνεμε, πάψε καιρέ,
και πάψε τραμουντάνα,
να πάω ξανά στο σπίτι μου
να ιδώ το ποιος με κλαίει.
Να ιδώ αν με κλαιν οι φίλοι μου,
με κλαίνε οι δικοί μου.
Όπως με κλαίει η μάνα μου
Κανένας δε με κλαίει!
Μάνα, στροφή του χωραφιού
και κυπαρίσσι τ’ αγκρεμού!
Μάνα καμπάνα ρουσικιά
και τράπεζα βασιλικιά!
(Γ. Φτέρη)
Ακόμα και σήμερα, έτσι είμαστε οι Μανιάτισσες!
ΑπάντησηΔιαγραφή